Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Rebus No.289 (6,7)

Λύση

Χρυσός* Κανόνας**
*Ο Χρυσός (στα λατινικά Aurum και στα αγγλικά Gold) είναι χημικό στοιχείο, με χημικό σύμβολο Au, ατομικό αριθμό 79, ατομική μάζα.196,966569, θερμοκρασία τήξης 1.064,43 °C και θερμοκρασία βρασμού 2.807 °C Ο χημικά καθαρός χρυσός, στις συνηθισμένες συνθήκες, δηλαδή σε θερμοκρασία 25 °C και υπό πίεση 1 atm, είναι πυκνό, μαλακό, αστραφτερό, ελατό και όλκιμο κίτρινο στερεό μέταλλο. Ο χρυσός και ο χαλκός είναι τα δυο μοναδικά «έγχρωμα μέταλλα». Οι παραπάνω αναφερόμενες ιδιότητες παραμένουν ίδιες και όταν ο χρυσός εκτεθεί στον ατμοσφαιρικό αέρα ή σε νερό. Χημικά, ο χρυσός είναι μέταλλο μετάπτωσης. Πιο συγκεκριμένα, ο χρυσός ανήκει στην ομάδα 11 (πρώην IB) του περιοδικού συστήματος. Είναι ένα από τα λιγότερο δραστικά χημικά στοιχεία. Για το λόγο αυτό βρίσκεται συχνά στην ελεύθερη στοιχειακή μορφή, συνήθως στη μορφή σβώλων ή κόκκους, ανάμεσα σε πετρώματα, σε «φλέβες» ή και σε προσχωσιγενή κοιτάσματα. Έχει βρεθεί, επίσης, σε μορφή διαφόρων στερεών διαλυμάτων με επίσης στοιχειακό άργυρο (Ag) , καθώς και σε φυσικά κράματα με χαλκό (Cu) και παλλάδιο (Pd). Λιγότερο συχνά, βρίσκεται σε ορυκτά που περιέχουν χημικές ενώσεις, συχνά με το χημικό στοιχείο τελλούριο (Te). Ο χρυσός στο σύμπαν θεωρείται παραδοσιακά ότι προήλθε από πυρηνοσύνθεση σε υπερκαινοφανείς αστέρες, που τροφοδοτούν τους δίσκους σκόνης από τους οποίους σχηματίζονται τα διάφορα αστρικά συστήματα. Επειδή η Γη είχε λειώσει, κατά το σχηματισμό της, θεωρείται ότι σχεδόν όλος ο αρχικός χρυσός που περιείχε βυθίστηκε στον πυρήνα της. Ο δε χρυσός που βρίσκεται στις μέρες μας στο φλοιό της και στο μανδύα της, θεωρείται ότι έπεσε αργότερα από τον αρχικό σχηματισμό του πλανήτη μας, κατά το σταδιακό μεταγενέστερο βαρύ βομβαρδισμό του από αστεροειδείς και κομήτες, εδώ και περίπου 4 δισεκατομμύρια χρόνια.. Ετυμολογία και Προέλευση Η λέξη χρυσός απαντάται στην ελληνική γλώσσα από τα πανάρχαια χρόνια. Εικάζεται όμως πως έχει χεττιτική και κατά δεύτερο λόγο σημιτική προέλευση. Η αγγλόφωνη λέξη gold είναι ανάλογη με παρόμοιες λέξεις σε πολλές γερμανικές γλώσσες, προερχόμενη από την πρωτογερμανική gulþ η οποία με τη σειρά της προήλθε από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ghel, λέξη από την οποία προήλθε και η λέξη yellow, που σημαίνει κίτρινο χρώμα, στα ελληνικά. Το διεθνές χημικό σύμβολο Au προέρχεται από τη λατινική λέξη aurum, που σύμφωνα με κάποιες πηγές σημαίνει «λαμπερή αυγή», από την σαμπινική λέξη ausum, που κι αυτή σημαίνει «λαμπερή αυγή». Σύμφωνα με κάποιες προσδιορισμούς σε λατινικά λεξικά, όμως, η έννοια της λέξης aurum επεκτείνεται στη σημερινή σημασία της λεξης μέταλλο. Οι διαφωνίες μεταξύ των ετυμολογιών είναι πιθανό να υφίσταται εξαιτίας της συσσώρευσης των αποδείξεων από την αρχαιολογία για τη μεγάλη αρχαιότητα της χρήσης του πολύτιμου αυτού μετάλλου στον πολιτισμό, σύμφωνα και με την έκφραση «γνωστό από την αυγή του πολιτισμού». Και με αυτόν το σεβασμό έχει υιοθετηθεί η σημερινή σημασία της λέξης aurum, άσχετα με την αρχική ετυμολογική σημασία που είχε στη λατινική γλώσσα.
**Έννοιες για τον Κανόνα:
(i)Ρυθμίσεις, νόμοι ή άλλες αρχές που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται κάτι.
(ii)Γενική αρχή που περιγράφει τη λειτουργία της φύσης, των μαθηματικών, κλπ.
(iii)Αυτό που είναι το συνηθισμένο, που συνήθως συμβαίνει, σε αντίθεση με την εξαίρεση.
(iv)Τα βιβλία της Βίβλου που θεωρούνται γνήσια από την Εκκλησία.
(v)Μακρύ ορθογώνιο γεωμετρικό όργανο συνήθως από ξύλο, πλαστικό ή μέταλλο που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών γραμμών και για την μέτρηση αποστάσεων. Φέρει υποδιαιρέσεις μονάδων μήκους.
(vi)Εκκλησιαστικός ύμνος που αποτελείται από εννέα ωδές, οι οποίες αντιστοιχούσαν αρχικά με τις εννέα ωδές της Βίβλου.
(vii)Μουσικό είδος στο οποίο η μελωδία επαναλαμβάνεται από άλλες φωνές που ξεκινάνε σε τακτά χρονικά διαστήματα. Στη μουσική ορολογία, ο κανόνας αποτελεί σύνθεση, στην οποία μια κύρια μελωδία ακολουθείται με χρονική διαφορά (διαφορά φάσης ενός ογδόου, τετάρτου, ενός μέτρου κλπ) η μίμηση αυτής, από τις άλλες φωνές. Η αρχική φωνή που έχει και την κύρια μελωδία ονομάζεται οδηγός - στα λατινικά dux ή proposta, ενώ οι υπόλοιπες φωνές που ακολουθούν ονομάζονται ακόλουθοι - λατ. comes ή riposta. Η μίμηση αυτή καθεαυτή πρέπει να είναι είτε πανομοιότυπη της κύριας μελωδία, είτε παραλλαγή αυτής (βλ. παρακάτω Είδη Κανόνα). Γνωστό παράδειγμα κανόνα αποτελεί το γαλλικό παιδικό τραγούδι "Frère Jacques", ενώ από το ρεπερτόριο της κλασικής μουσικής ξεχωρίζει ο Κανόνας του Γερμανού συνθέτη Γιόχαν Πάχελμπελ. Ο κανόνας με συνοδεία είναι είδος κανόνα, στον οποίο η συνοδεία εκτελείται από μουσικά όργανα ή φωνές και δεν μιμείται την αρχική μελωδία. Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από τον ελληνικό «κανών», που ορίζεται ως «νόμος», όπως άλλωστε χρησιμοποιείται και στα νέα ελληνικά. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τη ιεραρχική σχέση της μιας φωνής ως προς τις άλλες και εδραιώθηκε ως μουσική φόρμα περί τον 16ο αιώνα. Οι παλαιότεροι σωζόμενοι κανόνες προέρχονται από την Αγγλία του 14ου αιώνα, με γνωστότερο παράδειγμα το κομμάτι Sumer Is Icumen In (περ. 1250). Ο κανόνας εκείνης της εποχής ονομάζεται rondellus ή rota (τροχός), κάτι που δείχνει την κυκλική φόρμα του είδους αυτού. Στην Ιταλία της εποχής απαντάται ως caccia, ενώ στη Γαλλία τα χαρακτηριστικά του κανόνα βρίσκονται σε αρκετές σανσόν. Την εποχή της Γαλλο-Φλαμανδικής Σχολής (1430-1550) ο κανόνας διανύει τη χρυσή εποχή του, ενώ τελειοποιείται στην Ιταλία με τη Ρωμαϊκή Σχολή (βλ. Παλεστρίνα. Ο κανόνας ως κύρια έκφανση της αντίστιξης ποτέ δεν παύει να χρησιμοποιείται έκτοτε, παραδείγματα του οποίου υπάρχουν στο έργο μεγάλων συνθετών, όπως στην Μουσική Προσφορά του Μπαχ, τις δωδεκαφωνικές συνθέσεις του Άρνολντ Σένμπεργκ, και τις σπουδές του Αμερικανού συνθέτη Κόνλον Νανκάροου.
Κανόνας 1 ο [kanónas]. ό,τι ρυθμίζει υποχρεωτικά σχέσεις ή τρόπους ενέργειας. α. γενική διατύπωση που αφορά τη μορφή και τις σχέσεις όμοιων φαινομένων• (πρβ. νόμος): Γραμματικοί / συντακτικοί κανόνες. Οι κανόνες της αριθμητικής / της γεωμετρίας. Σύμφωνα με τους κανόνες του συλλαβισμού τα δίψηφα δε χωρίζονται. Οι κανόνες του τονισμού έχουν πολλές εξαιρέσεις. (έκφρ.) κάθε ~ έχει και τις εξαιρέσεις του ή δεν υπάρχει ~ χωρίς εξαίρεση, για να δηλώσουμε ότι τίποτε δεν είναι απόλυτο. η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα, για να δηλώσουμε τη γενι κή ισχύ που έχει μια κρίση, μια άποψη. || Οι κανόνες της λογικής, που είναι θεμελιωμένοι στη λογική νόηση. β. κατευθυντήρια γραμμή που πρέπει να ακολουθήσει κανείς σε κπ. τομέα: Tαινία γυρισμένη με όλους τους κανόνες της κινηματογραφικής τέχνης. || έργο που χρησιμεύει ως υπόδειγμα: Ο ~ του Πολυκλείτου, το άγαλμα «Δορυφόρος» που δίνει τις ακριβείς αναλογίες του αντρικού σώματος. γ. (οικον.) νομισματικός ~, η καθορισμένη βάση του νομισματικού συστήματος ενός κράτους. Xρυσός* ~. ~ χρυσού. 2α. ό,τι ρυθμίζει με την ισχύ του νόμου ή της συνήθειας τον τρόπο συμπεριφοράς και γενικά τις σχέσεις των ατόμων μέσα στο κοινωνικό ή σε οποιοδήποτε άλλο σύνολο: Kανόνες δικαίου, το δίκαιο που ισχύει σε μια κοινωνία. Zει σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες. Kανόνες καλής συμπεριφοράς. Οι κανόνες της μοναστικής ζωής. Kανόνες οδικής κυκλοφορίας, που ρυθμίζουν την κίνηση οχημάτων και πεζών. H ειλικρίνεια είναι γι΄ αυτόν ~ απαράβατος / ~ ζωής. Tηρώ / εφαρμόζω / παραβαίνω έναν κανόνα. || Οι κανόνες ενός παιχνιδιού, συμβάσεις που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο παίζεται ένα παιχνίδι, και ως έκφραση, όροι που πρέπει να γίνουν αποδεκτοί και από τις δύο πλευρές σε μια πολιτική, κοινωνική ή άλλη δραστηριότητα. β. ιεροί κανόνες, που έχουν θεσπιστεί από την εκκλησία και αφορούν κυρίως την πρακτική ζωή των πιστών, σε αντιδιαστολή προς τους νόμους του κράτους που αφορούν την εκκλησία. II. ό,τι συμβαίνει συνήθως ή ό,τι έχει καθιερωθεί να γίνεται. ANT εξαίρεση: Οι φθινοπωρινές βροχές είναι ο ~. Στην οικογένειά μας όλοι είναι ψηλοί, εγώ είμαι η εξαίρεση του κανόνα. Φέτος έγινε μια παρέκκλιση από τον κανόνα που ισχύει χρόνια, να συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια την πρωτοχρονιά. (έκφρ.) κατά (γενικό) κανόνα: Οι σημερινοί νέοι είναι κατά κανόνα κοινωνικά ώριμοι.
[λόγ.: Ι1α, β: αρχ. κανών, αιτ. -όνα `αλφάδι, χάρακας, πρότυπο΄, ελνστ. σημ.: `γενικός νόμος΄• Ι1γ: σημδ. γαλλ. règle d΄or & αγγλ. golden rule• Ι2α: σημδ. γαλλ. règle & αγγλ. rule• Ι2β: μσν. σημ.• ΙΙ: σημδ. αγγλ. rule]
Κανόνας 2 ο : μακρόστενο όργανο, με τετραγωνική διατομή ή πεπλατυσμένο και με οξεία τη μία πλευρά, που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών• χάρακας: Ο ~ και ο διαβήτης είναι τα κύρια γεωμετρικά όργανα. ~ σχήματος ταυ, το ταυ. || το παραπάνω όργανο με υποδιαιρέσεις του μέτρου• υποδεκάμετρο. β. λογαριθμικός / υπολογιστικός ~, όργανο για μαθηματικούς υπολογισμούς, που αποτελείται από δύο κανόνες με υποδιαιρέσεις και με σύμβολα, από τους οποίους ο στενότερος σύρεται μέσα στο μεγαλύτερο. 2. (αρχιτ.) καθένα από τα επιμήκη μαρμάρινα στοιχεία που έχει έξι αποφύσεις, τις σταγόνες, και που βρίσκεται κάτω από το τρίγλυφο του δωρικού επιστυλίου.
[λόγ.: 1α: αρχ. κανών, αιτ. -όνα `αλφάδι, χάρακας, πρότυπο΄• 1β: σημδ. γαλλ. règle à calcul• 2: σημδ. γερμ. Leiste (με βάση την αρχ. σημ.: `βέργα του αργαλειού΄)]
Κανόνας 3 ο : (εκκλ.) ύμνος που αποτελείται από εννέα συνήθ. ωδές, καθεμιά από τις οποίες έχει τέσσερα έως έξι τροπάρια: Ο μεγάλος παρακλητικός ~. 2. (μουσ.) είδος πολυφωνικής μουσικής που στηρίζεται στην αρχή της αυστηρής μίμησης, δηλαδή η ίδια μελωδία περνάει στην επόμενη φωνή, πριν τελειώσει στην προηγούμενη.
[μσν. κανών, αιτ. -όνα (στη νέα σημ.) < αρχ. κανών (δες κανόνας 1)]
Κανόνας 4 ο : (εκκλ.) επιτίμιο• κανόνας.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

χρυσός κανόνας

ΕΥΘΥΜΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ είπε...

Τι Λοζάνη, τι Κοζάνη
Τι Χάρακας, τι κανόνας έστω και χρυσός
Κάρλο γεια σου, δεν άκουσες τον Μπάτη ή εμένα να μην βάζεις το ίδιο θέμα το ένα μετά το άλλο!

Papaveri είπε...

Συγχαρητήρια! Η απάντησή σας είναι σωστή.

Papaveri είπε...

Ευθύμη γεια σου!
Εις γνώση μου τον έβαλα αυτό το γρίφο, διότι δεν είχα κάτι άλλο πρόχειρο επειδή ήξερα ότι θα τον λύσεις. Συγχαρητήρια!!

 

Papaveri48 © 2010

PSD to Blogger Templates by OOruc & PSDTheme by PSDThemes